- ανοικτόχειλος
- κ. ανοιχτόχειλος, -η, -οαυτός που τα χείλη του είναι ανοιχτά ή στραμμένα προς τα έξω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανοιχτός — ή, ό (AM ἀνοικτός, ή, όν) ο ανοιγμένος, αυτός που δεν είναι κλειστός νεοελλ. 1. ο ελεύθερος, ο δίχως εμπόδιο 2. ο πλατύς ή αυτός που έχει πλατύ ορίζοντα 3. (για καταστήματα, υπηρεσίες) αυτός που βρίσκεται σε λειτουργία, που δεν αργεί 4. (για… … Dictionary of Greek
ανοιχτόχειλος — η, ο βλ. ανοικτόχειλος … Dictionary of Greek